- υπώπιον
- τὸ, Α1. το κάτω από τα μάτια μέρος τού προσώπου2. συνεκδ. όλη η όψη τού προσώπου3. (γενικά) μώλωπας, οίδημα4. φυτό, από τις ρίζες τού οποίου παρασκεύαζαν φάρμακο, κατάλληλο για τα μωλωπισμένα μάτια5. μτφ. όνειδος, ντροπή6. στον πληθ. τὰ ὑπώπιαα) μώλωπας, μελανιά στα μάτιαβ) συνεκδ. πληγή στο πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὑπ' ὦπα (< ὤψ < θ. οπ- τού ὄπωπα*) + κατάλ. -ιον (πρβλ. ἐν-ώπ-ιος, μετ-ώπ-ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.